- φαρμακολόγος
- ο фармаколог
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φαρμακολόγος — ο, Ν επιστήμονας που ασχολείται συστηματικά με τη φαρμακολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο + λόγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικό τού Ν. Κοντοπούλου] … Dictionary of Greek
φαρμακολόγος — ο ο επιστήμονας που ασχολείται με τη φαρμακολογία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
Αίλιος Πρoμώτος — (Aelius Promotus, 2ος αι. μ.Χ.). Γιατρός από την Αλεξάνδρεια, κυρίως φαρμακολόγος, που ευνοούσε τη μαγική ιατρική. Έγραψε το Δυναμερόν (Ιαματική Δύναμη), που ένα τμήμα του λέγεται Φυσικά και αντιπαθητικά, του οποίου ορισμένα αποσπάσματα… … Dictionary of Greek
Αισχρίων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Σάμιος ιαμβογράφος και λυρικός ποιητής (4ος αι. π.Χ.). Σώθηκαν μικρά αποσπάσματα από το ποίημά του Εφημερίδες και ένα επιτύμβιο επίγραμμά του στην εταίρα Φιλαινίδα. 2. Εμπειρικός φιλόσοφος από την Πέργαμο (2ος αι. π.Χ … Dictionary of Greek
Ανδρέας — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Προπάππους του Κλεισθένη από τη Σικυώνα. 2. Τύραννος της Σικυώνας. 3. Αθηναίος άρχοντας. 4. Γιος του ανδριαντοποιού Λύσιππου, ανδριαντοποιός και o ίδιος. 5. Μουσικός από την Κόρινθο. 6. Ιστορικός από την Πάνορμο της … Dictionary of Greek
Βον, Βίκτορ Κλάρενς — (Victor Clarence Vaughan, Μάουντ Έρι, Ράντολφ, Μισούρι 1851 – Ρίτσμοντ 1929). Αμερικανός φαρμακολόγος και παθολόγος. Δίδαξε φυσιολογία και χημική παθολογία στο πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, όπου έγινε καθηγητής στην έδρα της υγιεινής και της χημικής … Dictionary of Greek
Διοσκορίδης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστοριογράφος και ηθικολόγος (4ος αι. π.Χ.). Ήταν μαθητής του Ισοκράτη. Έγραψε τα έργα Λακωνική πολιτεία, Περί των παρ’ Ομήρω νόμων κ.ά. 2. Επιγραμματοποιός (3ος αι. π.Χ.). Ως πιθανός τόπος καταγωγής του αναφέρεται η… … Dictionary of Greek
Ιβόν, Πολ — (Paul Yvon, 1848 – 1913). Γάλλος φαρμακολόγος. Ασχολήθηκε με την επιστημονική έρευνα στη χημεία και ανακάλυψε την επίδραση του υποβρωμιώδους άλατος στην ουρία. Το 1878 κατασκεύασε ένα ουριόμετρο. Στα χρόνια που ακολούθησαν επινόησε ένα… … Dictionary of Greek
Ινιάρο, Λούις — (Louis Ignarro, Νέα Υόρκη 1941 –). Αμερικανός φαρμακολόγος, ιταλικής καταγωγής. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης και έκανε τη διδακτορική του διατριβή στο πανεπιστήμιο της Μινεσότα, στη Μινεάπολη των ΗΠΑ. Mαζί με διακεκριμένους … Dictionary of Greek
Φε, Απολλινάριος — (Fée, 1789 – 1874). Γάλλος φαρμακολόγος και φυσιοδίφης. Διετέλεσε καθηγητής της φυσικής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου (1833 – 1871) και πρόεδρος της Εταιρείας Βοτανολογίας της Γαλλίας. Έγραψε αξιόλογα έργα βοτανολογίας, κρυπτογαμίας… … Dictionary of Greek